- χαρτομαντεία
- ηη μαντεία με τα τραπουλόχαρτα, το ρίξιμο των χαρτιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτομαντεία — Μέθοδος της μαντικής τέχνης, που προβλέπει το μέλλον με το ρίξιμο των χαρτιών της τράπουλας. Η χ. προήλθε από την αστρολογία, χρησιμοποιήθηκε όμως κυρίως από τα μέσα του 18ου αι. και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ασκείται κυρίως από γυναίκες… … Dictionary of Greek
ταρό — και ταρόκ(κ)ο και ταρόκ, το, Ν δέσμη παιγνιοχάρτων που χρησιμοποιείται στην χαρτομαντεία ή για χαρτοπαίγνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tarok / taroc (πρβλ. και γαλλ. tarots) < απαρχαιωμένο ιταλ. tarocco] … Dictionary of Greek
χαρτομάντης — ο, θηλ. χαρτομάντισσα, Ν αυτός που ασχολείται με την χαρτομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + μάντης. Η λ., στον τ. χαρτόμαντις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek